- ἀξύνετος
- ἀσύνετοςvoid of understandingmasc/fem nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασύνετος — η, ο (AM ἀσύνετος, ον, Α και ἀξύνετος, ον) [συνετός] ανόητος, αστόχαστος αρχ. 1. ο ανίκανος να καταλάβει κάτι 2. ακατανόητος, ακατάληπτος … Dictionary of Greek
λιτότητα — η (Α λιτότης, ητος) [λιτός (I)] 1. η ιδιότητα τού λιτού, η απλότητα, το απέριττο, η ολιγάρκεια 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο εκφράζεται αρνητικά μια έννοια ως στενότερη αυτής που υπονοείται, λ.χ.: α) «δεν είναι κακός» β) «μὴ ἀξύνετος εἶναι»… … Dictionary of Greek